δοκιμῆς

δοκιμῆς
δοκιμάζω
assay
fut ind act 2nd sg (doric)
δοκιμή
proof
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

  • Γκαγκάριν, Αντρέι Γκριγκόριεβιτς — (Andrey Grigoryevich Gagarin,1856 – 1920). Ρώσος πρίγκιπας, φυσικός και μηχανολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης και εργάστηκε στο εργοστάσιο κατασκευής όπλων της πόλης κατά την περίοδο 1895 1900, ενώ από το 1902 έως το 1907… …   Dictionary of Greek

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • αποδοκιμάζω — (AM ἀποδοκιμάζω) δεν εγκρίνω κάτι, το απορρίπτω μετά από έλεγχο νεοελλ. 1. κατακρίνω, ψέγω 2. εκφράζω έντονα την απαρέσκεια μου για κάτι («ο κόσμος αποδοκίμασε τον φονιά») αρχ. μσν. δοκιμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + δοκιμάζω Το απλό ρ. δοκιμάζω (< …   Dictionary of Greek

  • δοκιμείο — το (Α δοκιμεΐον και δοκίμιον) [δόκιμος] νεοελλ. τόπος όπου γίνονται δοκιμές αρχ. 1. κριτήριο, μέσο δοκιμής 2. δείγμα μετάλλου που πρόκειται να εξεταστεί 3. απόδειξη, τεκμήριο …   Dictionary of Greek

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • λογάτομο — το τεχνητή λέξη που χρησιμοποιείται στην τεχνική τής δοκιμής τής ποιότητας τών τηλεφωνικών κυκλωμάτων με τη μέθοδο τής άρθρωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. logatome < logos (< λόγος) + tome (< τομή)] …   Dictionary of Greek

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

  • πειρατήριον — τὸ, ΜΑ, ιων. τ. πειρητήριον Α μσν. βασανισμός, βασανιστήριο αρχ. 1. μέσο δοκιμασίας, δοκιμής 2. βάσανος, έλεγχος, δοκιμή 3. πειρασμός, παραπλάνηση 4. ορμητήριο πειρατών 5. πειρατική συμμορία. [ΕΤΎΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”